Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λεηλατέω-ῶ
λεηλάτησις
λεία
λεηλάτησις,
εως
(
ἡ
)
[
ᾰ
]
c.
λεηλασία
,
En. tact.
Pol.
16, 3
.
Étym.
λεηλατέω
.