Λεωντίς

λεωπετρία

Λεωπρέπης
λεωπετρία, ας () pierre lisse, roche nue, Spt. Ezech. 24, 7, 8 ; 26, 4, 14 ; DS. 3, 16.
Étym. λεῖος, πέτρα.