λιχανοειδής

λιχανὸς δάκτυλος

λίχανος
λιχανὸς δάκτυλος, Hpc. 618, 41, etc. ; Ath. 15d, ou simpl. λιχανός, οῦ [ῐᾰ] l’index, le second doigt de la main (propr. le lécheur) Luc. Tim. 54 ; DL. 6, 35.
Étym. λείχω.