λιχμάω-ῶ

λιχμήρης

λιχμώω
λιχμ·ήρης, ης, ες :
1 qui darde sa langue, Nic. Th. 206 ||
2 qui lèche, Nic. Al. 37.
Étym. λιχμάω, *ἄρω.