λινοθώρηξ

λινοκαλάμη

λινοκαλαμίς
λινο·καλάμη, ης () [ῐᾰᾰ] c. le suiv. Hpc. 580, 46 ; 674, 8 ; DS. 1, 60 ; Spt. Jos. 2, 6.