Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λινοκαλαμίς
λινόκλωστος
λινόκροκος
λινό·κλωστος,
ος, ον
[
ῐ
] qui sert à filer le lin,
Anth.
7, 12
.
Étym.
λ. κλώθω
.