Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λινοστατέω-ῶ
λινοστολία
λινόστολος
λινοστολία,
ας
(
ἡ
)
[
ῐν
] robe de lin,
Plut.
M.
352
c
;
Man.
4, 344
.
Étym.
λινόστολος
.