Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λινόστολος
λινόστροφος
λινοτειχής
λινό·στροφος,
ος, ον
[
ῐ
] fait de lin tors,
Opp.
H.
3, 76
.
Étym.
λ. στρέφω
.