λιπαρητέον

λιπαρία

λιπαρόζωνος
λιπαρία, ας () [ῐπᾰ] graisse, Diosc. 1, 49.
Étym. λιπαρός.
*λιπαρία, ion. λιπαρίη, ης () [ῑπᾰ] persistance, persévérance, Hdt. 9, 21.
Étym. λιπαρής.