λιπέλαιον

λιπεργάτης

λιπερνέω-ῶ
λιπ·εργάτης, ου [ῐᾰ] adj. m. qui abandonne son ouvrage, Lgs 2, 22 (conj. λιπερνήτης).
Étym. λείπω, ἔργον.