λιτῶς

λιφαιμέω

λιφαιμία
λιφ·αιμέω, mieux que λειφ·αιμέω-ῶ []
1 perdre son sang, App. Celt. 10 ||
2 devenir exsangue ou pâle, Arstt. Probl. 4, 7, 2.
Étym. λείπω, αἷμα.