λιποδερμέω-ῶ

λιπόδερμος

λιποδρανέω
λιπό·δερμος, ος, ον, sans prépuce, Diosc. 2, 101 ; 4, 157 ; P. Eg. 236, 242 Briau.
Étym. λείπω, δέρμα.