λιποπωγωνία

λιπόρρινος

λίπος
λιπό·ρρινος, ος, ον [ῐῑ] qui n’a plus de peau, écorché, Nonn. D. 1, 44.
Étym. λ. ῥινός.
λιπό·ρρινος, ος, ον [ῐῑ] qui a la peau grasse ou luisante, Nic. Al. 550.
Étym. λίπος, ῥινός.