Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λιποσαρκής
λιπόσαρκος
λιποσθενής
λιπό·σαρκος,
ος, ον
[
ῐ
] décharné, maigre,
Hpc.
1279, 57
.
Étym.
λείπω, σάρξ
.