λιποστέφανος

λιποστρατία

λιποστρατίου
λιπο·στρατία, mieux que λειπο·στρατία, ας () désertion militaire, DH. 4, 2212 Reiske ||
E Ion. λιποστρατίη, Hdt. 5, 27.
Étym. λ. στρατιά.