λιποταξία

λιποταξίου

λιποτονέω
λιπο·ταξίου, mieux que λειπο·ταξίου γραφή () action en justice pour abandon d’un poste, Plat. Leg. 943d ; Dém. 547, 27 ; 999, 12.
Étym. λείπω, τάσσω.