λιπόθηλος

λιπόθριξ

λιπόθροος
λιπό·θριξ, mieux que λειπό·θριξ, -τριχος (ὁ, ἡ) qui a perdu ses cheveux, chauve, El. N.A. 17, 4.
Étym. λείπω, θρίξ.