λίπτω

λιπυρία

λιπυρίας
λιπυρία, ion. -ίη, ης, mieux que λειπυρία () [λῐ] fièvre intermittente, Hpc. 53, 15 ; 467, 10.
Étym. p. dissimil. pour *λιποπυρία, de λείπω, πῦρ.