λιθάργυρος

λιθαργυροφανής

λιθαρίδιον
λιθαργυρο·φανής, ής, ές [ῐῠᾰ] qui ressemble à la litharge ou à l’étain, Diosc. 5, 100.
Étym. λιθάργυρος, φαίνω.