λιθοσσόος

λιθόστρωτος

λιθοτομέω-ῶ
λιθό·στρωτος, ος, ον []
1 bâti en pierres, Soph. Ant. 1204 ||
2 pavé en mosaïque, Spt. Cant. 3, 10 ; τὸ λιθόστρωτον, Arr. Epict. 4, 7, 37 ; NT. Joh. 19, 13, mosaïque.
Étym. λ. στρώννυμι.