λογίατρος

λογίδιον

λογιεύς
λογίδιον, ου (τὸ) [ῐδ]
1 petit discours, petit entretien, Isocr. 295b ; Plat. Eryx. 401e ||
2 petit récit, Ar. Vesp. 64.
Étym. dim. de λόγος.