λογοποίημα

λογοποιΐα

λογοποιϊκή
λογοποιΐα, ας ()
1 habileté à imaginer, imagination, Th. Char. 9 ||
2 conte, fable, Char. 3, 2 ||
3 prière, Symm. Ps. 101, 1.
Étym. λογοποιός.