λοιμία

λοιμικός

λοιμικῶς
λοιμικός, ή, όν :
1 qui concerne la peste, pestilentiel, Hpc. 1271, 2 ; Lgn 44, 9 ||
2 qui porte la peste, Lyc. 1205.
Étym. λοιμός.