λοιμότης

λοιμώδης

λοιμώσσω
λοιμώδης, ης, ες, pestilentiel, contagieux, Hpc. Acut. 384, 840f ; Thc. 1, 23 ; Arstt. H.A. 8, 19 ; Plut. Per. 34, etc.
Étym. λοιμός, -ωδης.