λογχόω-ῶ

λογχωτός

λογώδης
λογχωτός, ή, όν :
1 garni d’un fer de lance, Eur. Bacch. 761 ; Anth. 6, 172 ||
2 τὸ λογχωτόν, Diosc. 5, 114, sorte de cirage.
Étym. vb. de λογχόω.