Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λοπητός
λόπιμος
λοπίς
λόπιμος,
ος, ον
[
ῐ
] qui s’écorce facilement,
Nic.
Al.
271 ;
Gal.
6, 357
.
Étym.
λοπός
.