λούτριον

λουτρίς

λουτροδάϊκτος
λουτρίς, ίδος ()
1 caleçon de bain, Thpp. com. 2, 807 ||
2 pl. αἱ λουτρίδες, les Baigneuses, n. des servantes de temple employées pour le lavage, Hsch., Phot. ; cf. Ar. fr. 841 Kock.
Étym. λούω.