Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λουτροφόρος
λουτροχοέω-ῶ
λουτροχόος
λουτροχοέω-ῶ,
verser l’eau du bain,
Anth.
9, 627
.
Étym.
λουτροχόος
.