λουτηρίδιον

λουτήριον

λουτιάω-ῶ
λουτήριον, ου (τὸ)
1 petite baignoire, Antiph. (Poll. 10, 46) ||
2 sorte de coupe, Epigen. (Ath. 486c) ||
3 bain, Eschl. fr. 332.
Étym. λουτήρ.