Λοξώ

λοξῶς

λόξωσις
λοξῶς, adv. obliquement, de travers, Hpc. ; fig. λ. ἔχειν πρός τινα, Pol. 4, 86, 8, regarder qqn de travers, être soupçonneux ||
Cp. λοξότερον, Pol. l. c.
Étym. λοξός.