λυχνοῦχος

λυχνοφορέω-ῶ

λυχνοφόρος
λυχνο·φορέω-ῶ (prés. part. lac. λυχνοφορίοντες) porter une lampe, Ar. Lys. 1003.
Étym. λυχνοφόρος.