Λύκαστος

λυκαυγής

λύκαψος
λυκ·αυγής, ής, ές [] crépusculaire : τὸ λυκαυγές, Plut. M. 931f, etc. ; Luc. V.H. 2, 12, etc. le crépuscule.
Étym. *λύκη, αὐγή.