Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λύκαψος
λυκάων
Λυκάων
λυκάων,
ονος
(
ἡ
)
[
ῠ
]
c.
λυκάνθρωπος
,
P. Eg.
3, 16
.
Étym.
λύκος
.