λυκόφθαλμος

λυκοφιλία

λυκοφίλιος
λυκο·φιλία, ας () [ῠφῐ] amitié de loup, c. à d. douteuse, Plat. Ep. 318e ; M. Ant. 11, 15.
Étym. λ. φιλία.