λυκοψία

λύκοψις

λύκοψος
λύκ·οψις, εως () [] lycopsis ou p.-ê. autre n. de la plante ἄγχουσα, sorte de plante, Gal. 13, 149 ; Diosc. 4, 26.
Étym. λύκος, ὄψομαι.