λυκοσκόροδον

λυκοσκυτάλιον

λυκοσπάς
λυκο·σκυτάλιον, ου (τὸ) [ῠῠᾰ] sorte de maïs, plante, Diosc. 4, 152.
Étym. λ. σκ.