Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Λυρνησσός
λυρογηθής
λυρόδμητος
λυρο·γηθής,
ής, ές
[
ῠ
] qui aime la lyre,
Anth.
9, 525, 12
.
Étym.
λύρα, γηθέω
.