Λυσιμένης

λυσιμέριμνος

λύσιμος
λυσι·μέριμνος, ος, ον [ῡῐ] qui dissipe les soucis, Anth. 9, 524 ; Orph. H. 27, 6, etc.
Étym. λ. μέριμνα.