λυσίποθος

λυσιπόνιον

λυσίπονος
λυσιπόνιον, ου (τὸ) [ῡῐπ] sorte d’onguent calmant, Gal. 13, 446 ; A. Tr. 1, p. 97, etc.
Étym. λυσίπονος.