λυσιτελής

λυσιτελούντως

λυσιτελῶς
λυσιτελούντως [ῡῐ] adv. utilement, Xén. Œc. 20, 21 ; Plat. 2 Alc. 146c ; τινί, DC. 56, 40, pour qqn.
Étym. λυσιτελέω.