λῆρος

ληρώδης

ληρωδία
ληρώδης, ης, ες, sot, bavard, radoteur, Plat. Theæt. 174d ; Arstt. Rhet. 3, 13, 2, etc. ; Lucil. (A. Gell. 18, 8).
Étym. λῆρος, -ωδης.