λωποδύτης

λῶπος

Λώρυμα
λῶπος, εος-ους (τὸ) habit, Hippon. (Tzetz. Hist. 10, 380) ; Thcr. Idyl. 14, 65 ; Luc. Philopatr. 23.
Étym. cf. λώπη.