λῶταξ

λωτεῦντα

λωτίζω
λωτεῦντα, Il. 12, 283, ion. p. λωτέοντα, fleuri, part. prés. de λωτέω, ou, sel. d’autres, p. *λωτοῦντα, contr. de *λωτόεντα, de *λωτόεις, όεσσα, όεν, couvert de fleurs de lotus.
Étym. v. λωτός.