λωτίζω

λώτινος

λώτισμα
λώτινος, η, ον []
1 de lotus, Th. H.P. 4, 2, 9 ; 5, 5, 6 ||
2 fait en bois de lotus, Anacr. (Ath. 674d) ; Thcr. Idyl. 24, 45 ; Ath. 175f.
Étym. λωτός.