μαχαίριον

μαχαιρίς

Μαχαιρίων
μαχαιρίς, ίδος () [ᾰῐδ] rasoir, Ar. Eq. 413 ; Plut. Artax. 19 ; Luc. Ind. 29.
Étym. μάχαιρα.