μαχαιροφορέω-ῶ

μαχαιροφόρος

μαχαιρώνιον
μαχαιρο·φόρος, ος, ον [] porteur d’un sabre, en parl. des Égyptiens, Hdt. 9, 32 ; des Perses, Eschl. Pers. 56 ; des Thraces, Thc. 2, 96 ; 7, 27, etc.
Étym. μάχαιρα, φέρω.