μαχείομαι

μαχέομαι

μαχέσομαι
μαχέομαι []
1 (seul. prés.) ion. c. μάχομαι, Il. 1, 272, 344 ; Hdt. 7, 104 ; 9, 75 ||
2 μαχέομαι-οῦμαι, fut. att. de μάχομαι.