Μάγδωλος

μαγεία

μαγεῖον
μαγεία, ας () [μᾰ]
1 religion des mages, Plat. 1 Alc. 122a ||
2 magie, sorcellerie, Th. H.P. 9, 15, 7.
Étym. μάγος.