μαγειρώδης

μάγευμα

μαγεύς
μάγευμα, ατος (τὸ) [μᾰ] charme magique, sortilège, au plur. Eur. Suppl. 1110 ; fig. Plut. M. 110c, 752c.
Étym. μαγεύω.