μακαρίτης

μακαρῖτις

μακαριῶ
μακαρῖτις, ίτιδος [ᾰᾰῑῐδ] adj. fém. du préc. Luc. Philops. 27 ; Thcr. Idyl. 2, 70 ; Syn. 183c.